ἐναλίσκομαι

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

   A to be convicted in, ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.

Greek Monolingual

ἐναλίσκομαι (Α)
καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής.