ἐναντιολογικός

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to contradicting, Gal.Anim.Pass.1.3.

German (Pape)

[Seite 827] ή, όν, widersprechend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἀγαπῶν ν᾿ ἀντιλέγῃ, Γαλην. 353. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐναντιολογικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναντιολογία, αντιρρητικός, αντιλογικός, αντιφατικός.