αντιλογικός
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιλογικός, -όν)
αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικός
νεοελλ.
ο αντίθετος προς τη λογική
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικός
ο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής
2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια στην προβολή αντίθετων απόψεων
3. φρ. «oἱ ἀντιλογικοί λόγοι» — τα σοφιστικά επιχειρήματα.