ἔμμεστος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ον,

   A filled full of a thing, τινός S.Ichn.282, Pl.Ep. 338d.

German (Pape)

[Seite 808] angefüllt, voll, τινός, von Etwas, Plat. Epist. VII, 338 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμεστος: -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, κατάμεστος, τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D.

Spanish (DGE)

-ον
lleno, repleto c. gen. παρακουσμάτων Pl.Ep.338d, cf. S.Fr.314.289.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμεστος, -ον)
ο εντελώς μεστός, πλήρης.