κατάμεστος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεστος Medium diacritics: κατάμεστος Low diacritics: κατάμεστος Capitals: ΚΑΤΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: katámestos Transliteration B: katamestos Transliteration C: katamestos Beta Code: kata/mestos

English (LSJ)

κατάμεστον, strengthened for μεστός, Glossaria on κατάπαστος, Sch.Ar.Eq.500.

German (Pape)

[Seite 1363] ganz voll, Schol. Ar. Equ. 500, Erkl. von κατάπαστος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεστος: -ον, ἐντελῶς μεστός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 502 ἑρμηνεύει τὸ «κατάπαστος».

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάμεστος, -ον)
αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανάμεστος, επίμεστος].