Ion. for ἐνδέχ-.
[Seite 832] ion. = ἐνδέχομαι.
ἐνδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐνδέχομαι.
ion. c. ἐνδέχομαι.
v. ἐνδέχομαι.
βλ. ενδέχομαι.