ἐνδέκομαι
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
Ion. for ἐνδέχομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐνδέχομαι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐνδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδέκομαι: ион. = ἐνδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐνδέχομαι.
Greek Monolingual
βλ. ενδέχομαι.
Greek Monotonic
ἐνδέκομαι: Ιων. αντί ἐνδέχομαι.