ἔνδεσμα

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A amulet, Dsc.2.114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.

Greek Monolingual

το (Α ἔνδεσμα)
νεοελλ.
δέσμη, ορμαθός
αρχ.
περίαπτον, φυλαχτό.