-ος,
A mournful, ἀνθυπήχησις Schubart Papyruskunde p.42.
-ονde lamentación, funesto, lúgubre ἔνθρηνον [ἐλάλησ] ε μέλος Orph.Fr.1054.9.12.
ἔνθρηνος, -ον (Α)θρηνώδης, πένθιμος, λυπηρός.