πένθιμος

English (LSJ)

πένθιμον, also η, ον D.S.11.57:—= πενθικός (of mourning, for mourning, mournful, in mourning, mourning),
A δακρύων π. αἰδώς A.Supp.579 (lyr.); κουρά E.Alc.512, Or.458; π. πρέπεις ὁρᾶν prob. in Id.Supp.1056; ἐσθής D.S. l. c.; τὰ πένθιμα = mourning garments, Plu.2.114e, cf. D.S.13.101.
II sorry, wretched, γῆρας E.Alc.622; πένθιμον ὕπνον ἰαύειν, of death, Epigr.Gr. 204.7 (Cnidus).

German (Pape)

[Seite 555] selten 3 Endgn, = πενθικός; δακρύων αἰδώς, Aesch. Suppl. 574; κουραί, Eur. Suppl. 997, vgl. Or. 458; δάκρυα, Phoen. 1078; Ἅιδης, Ant. Thall. (VII, 188); τὰ πένθιμα, die Trauer, Plut. consol. ad Apoll. p. 350.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 de deuil, funèbre, lugubre ; τὰ πένθιμα PLUT les vêtements de deuil;
2 qui est dans le deuil ; triste.
Étymologie: πένθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένθιμος -ον en -η -ον [πένθος] rouw-, behorend bij rouw:; κουρᾷ τε θυγατρὸς πενθίμῳ κεκαρμένος kaalgeschoren als teken van rouw voor zijn dochter Eur. Or. 458; droevig:. γήρᾳ πενθίμῳ in een droevige oude dag Eur. Alc. 622.

Russian (Dvoretsky)

πένθῐμος: и 3
1 скорбный, горюющий (κουραί Eur.);
2 печальный, мрачный, угрюмый (γῆρας Eur.; Ἃιδης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πένθῐμος: -ον, καὶ η, ον, Διόδ. 11. 57· - ὡς καὶ νῦν, δακρύων π. αἰδὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 579· π. κουρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 513, Ὀρ. 548· π. πρέπεις ὁρᾶν (κατὰ Markl.) ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1056· - τὰ πένθιμα, ἐνδύματα πένθους, Πλούτ. 2. 114Ε· - Ἐπίρρ., -μως, Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. θλιβερός, ἄθλιος, δυστυχής, γῆρας Εὐρ. Ἄλκ. 622· ὕπνον ἰαύειν, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 204. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / πένθιμος, -ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που αναφέρεται στο πένθος ή αυτός που είναι δηλωτικός πένθους
νεοελλ.
1. αυτός που θυμίζει πένθος ή αυτός που προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν σε πένθος, δηλ. θλίψη και μελαγχολία («θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι», Ουράνης)
2. μτφ. (για πρόσ.) κατηφής, θλιμμένος («πένθιμο ύφος»)
3. φρ. «πένθιμος ενιαυτός»
(νομ.) αναβλητικό κώλυμα γάμου του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που αφορούσε τις γυναίκες και, ιδίως, τις χήρες, τών οποίων ανέβαλλε ενδεχόμενο νέο γάμο για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία θανάτου του συζύγου, ώστε να μην υπάρξει σύγχυσις γονής, δηλ. αμφιβολία για το ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πένθιμα
ενδύματα πένθους.
επίρρ...
πενθίμως ΝΜ και πένθιμα Ν
με τρόπο πένθιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσιμος, σκόπιμος)].

Greek Monotonic

πένθῐμος: -ον·
I. πένθιμος, μελαγχολικός, θλιμμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. πένθιμος, λυπημένος, δυστυχής, γῆρας, σε Ευρ.

Middle Liddell

πένθῐμος, ον,
I. mournful, mourning, sorrowful, Aesch., Eur.
II. mournful, sorry, wretched, γῆρας Eur.

English (Woodhouse)

mournful, mourning, of mourning