ενιαυτοφανής
Greek Monolingual
ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].
ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].