ενθαρρυντικός

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που εμπνέει θάρρος, ενθαρρύνει, εμψυχώνει, γίνεται προς ενθάρρυνση («ενθαρρυντικοί λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].