ἔννωθρος

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ον,

   A dazed, Dsc.1.31.

German (Pape)

[Seite 848] erstarrend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔννωθρος: ον = νωθρός, Διοσκ. 1. 37.

Spanish (DGE)

-ον
medic. embotado, ofuscado, entorpecido ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες (ἐλαιόμελι) Dsc.1.31.

Greek Monolingual

ἔννωθρος, -ον (Α) νωθρός
αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος.