ἔννωθρος

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔννωθρος Medium diacritics: ἔννωθρος Low diacritics: έννωθρος Capitals: ΕΝΝΩΘΡΟΣ
Transliteration A: énnōthros Transliteration B: ennōthros Transliteration C: ennothros Beta Code: e)/nnwqros

English (LSJ)

ἔννωθρον, dazed, Dsc.1.31.

Spanish (DGE)

-ον
medic. embotado, ofuscado, entorpecido ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες (ἐλαιόμελι) Dsc.1.31.

German (Pape)

[Seite 848] erstarrend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔννωθρος: ον = νωθρός, Διοσκ. 1. 37.

Greek Monolingual

ἔννωθρος, -ον (Α) νωθρός
αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος.