και νωρίςεπίρρ.1. έγκαιρα, προτού περάσει η προκαθορισμένη ώρα («έρχεται ενωρίς στη δουλειά του»)2. πριν έρθει η ώρα, ο καθορισμένος χρόνος («έφυγε νωρίς»)3. πολύ πρωί («ξύπνησα νωρίς σήμερα»).