pf. Pass. ἐντετύπασται,
A enwrap, shroud, BSA16.107 (Pisidia).
grabar, cincelar en v. pas. τί καλαῦροψ ἐνθάδ' ἐντετύπαστε (l. -σται) SEG 17.552.2 (Termeso, imper.).
ἐντυπάζω (Α)περιτυλίγω, περικαλύπτω, περιβάλλω.