περικαλύπτω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
A cover all round, πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει Il.17.243, cf. 10.201; π. δένδρεον πίλῳ Hdt. 4.23; τινὰ ἱματίοισι or ἐν ἱματίῳ, Hp.Aph.5.59, X.Cyr.7.3.14: metaph., π. σωτηρία τοὺς νόμους Pl.Lg.793b; τὸ θνητὸν περικάλυπτε τῷ θεῷ (sc. Διονύσῳ), i.e. get drunk, Diph.20; τὰ πάθη Plu.2.100f; π. καὶ ἀρνεῖσθαι ib.1013e:—Med. and Pass., cover oneself all round, ib. 51d, etc.
II put round as a covering, αὐτῷ… περὶ κῶμα κάλυψα put sleep as a cloak around him, Il.14.359; τὸ σῶμα [ψυχῇ] Pl.Ti.34b; π. τὰ Χερουβεὶν ἐπὶ τὴν κιβωτόν LXX 3 Ki.8.7: metaph., π. τοῖσι πράγμασι σκότον throw a veil of darkness over the deeds, E.Ion1522.
German (Pape)
[Seite 578] durch etwas Herumgelegtes bedecken, verhüllen; Hom. in tmesi: ὅτε δὴ περὶ νὺξ ἐκάλυψεν, Il. 10, 201; πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει, Il. 17, 243; περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον, Eur. Ion 1522, Finsternis um sie hüllen, wo wir gewöhnlich sagen »mit Finsternis umhüllen«; ἔξωθεν τὸ σῶμα αὐτῇ περιεκάλυψεν, Plat. Tim. 34 b, vgl. 36 e Polit. 275 e; ἐν ἱματίῳ, Xen. Cyr. 7, 3, 13; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
cacher en enveloppant, envelopper : τί τινι envelopper une chose d'une autre ; particul. ensevelir un mort ; fig. περικαλύπτειν τὰ πάθη PLUT, τὸ δεινόν PLUT voiler, dissimuler des passions, le caractère étrange de qch;
Moy. περικαλύπτομαι s'envelopper, se couvrir ; fig. τινί, de qch, càd se dissimuler sous qch.
Étymologie: περί, καλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-καλύπτω bedekken, omhullen; overdr..; (τὰ πάτρια) πάσῃ σωτηρίᾳ περικαλύψαντα ἔχει τοὺς τότε γραφέντας νόμους (de voorvaderlijke traditie) houdt de indertijd geschreven wetten in veilige bescherming Plat. Lg. 793b; om... heen doen; overdr.. περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον de feiten in duisternis hullen Eur. Ion 1522.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰλύπτω:
1 (в виде завесы), расстилать, набрасывать, (νέφος περὶ πάντα Hom.; σκότον τοῖσι πράγμασι Eur.);
2 покрывать кругом, окутывать (τὸ δένδρεον πίλῳ Her.; τινὰ ἐν ἱματίῳ Xen.; πάντοθεν χρυσίῳ NT): π. πάσῃ σωτηρίᾳ τοὺς νόμους Plat. тщательно охранять законы;
3 скрывать, прятать (τι Plut.).
Spanish
English (Strong)
from περί and καλύπτω; to cover all around, i.e. entirely (the face, a surface): blindfold, cover, overlay.
English (Thayer)
1st aorist participle περικαλυψας; perfect passive participle περικεκαλυμμενος; from Homer down; to cover all around (περί, III:1), to cover up, cover over: τό πρόσωπον, A. V. blindfold); τί χρυσίῳ, Exodus 28:20).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ», ΚΔ.
β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μέσ. περικαλύπτομαι
σκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές
2. χρησιμοποιούμαι ως κάλυμμα
3. αποκρύπτω
4. φρ. α) «περικαλύπτω τι σωτηρίᾳ» — διασφαλίζω, εξασφαλίζω, σώζω κάτι (Πλάτ.)
β) «περικαλύπτω τὰ πάθη» — αποκρύπτω σκόπιμα τα πάθη για να εξαπατήσω (Πλούτ.)
γ) «περικαλύπτω τι τῷ θεῷ (τῷ Διονύσῳ)» — μεθώ (Δίφιλ.)
δ) «περικαλύπτω τινὶ σκότον»
μτφ. περιβάλλω, καλύπτω από παντού με σκοτάδι (Ευρ.).
Greek Monotonic
περικᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. καλύπτω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. τοποθετώ ολόγυρα ως κάλυμμα, αὐτῷ περὶ κῶμ' ἐκάλυψα, τον περιέβαλα με ύπνο ολόγυρα σαν μανδύας, στο ίδ.· περικαλύπτω τοῖσι πράγμασι σκότον, ρίχνω πέπλο σκοταδιού πάνω..., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰλύπτω: καλύπτω ὁλόγυρα, νέφος περὶ πάντα καλύπτει Ἰλ. Ρ. 243, πρβλ. Κ. 210· π. δένδρεον πίλῳ Ἡρόδ. 4. 23· τινὰ ἐν ἱματίῳ Ξεν. Κύρ. 7. 2, 13· τὸ σῶμά τινι Πλάτ. Τίμ. 34Β· μεταφορ., π. σωτηρία τοὺς νόμους ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 793C· τὰ πάθη, τὸ δεινὸν Πλούτ. 2. 101Α, 1013. -Μέσ. καὶ παθ. περικαλύπτω ἐμαυτὸν πανταχόθεν, ὁ αὐτ. 51D, κτλ. ΙΙ. περιτίθημι ὡς κάλυμμα, ἐπεὶ αὐτῷ ἐγὼ μαλακὸν περὶ κῶμ’ ἐκάλυψα, «ἐπειδὴ αὐτῷ ἐγὼ μαλακὸν ὕπνον περιέβαλον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 359· ἐς οὗς γὰρ τοὺς λόγους εἰπεῖν θέλω καὶ περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον, καὶ νὰ περικαλύψω τὰ πράγματα διὰ σκότους, Εὐρ. Ἴων. 1522· τὸ θνητὸν περιεκάλυπτε τῷ θεῷ Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to cover all round, Il.
II. to put round as a covering, αὐτῷ περὶ κῶμ' ἐκάλυψα put sleep as a cloak round him, Il.; π. τοῖσι πράγμασι σκότον to throw a veil of darkness over…, Eur.
Chinese
原文音譯:perikalÚptw 胚里-卡呂普拖
詞類次數:動詞(3)
原文字根:周圍-蓋
字義溯源:四圍蓋住,包裹,包,遮蔽,隱藏,藏,蒙著;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(καλύπτω)=遮蓋)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊),或(κρύπτω)=隱藏*)。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字
出現次數:總共(3);可(1);路(1);來(1)
譯字彙編:
1) 蒙著(2) 可14:65; 路22:64;
2) 包(1) 來9:4
Léxico de magia
en v. med. cubrirse los ojos κέλευέ σου περικαλύπτεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς τελαμῶνι μέλανι pide que te cubran los ojos con una cinta negra P IV 175