ἐξείλησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A release, escape from, αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν, in wrestling, Pl.Lg.796a.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, das Herauswickeln, χειρῶν, beim Ringen, Plat. Legg. VII, 796 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξείλησις: -εως, ἡ, τὸ ἐκφεύγειν, ἀπαλλάσσεσθαι, τὰ δὲ απ’ ὀρθῆς πάλης, ἀπ’ αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν ἐξειλήσεως Πλάτ. Νόμ. 796Α.
Greek Monolingual
ἐξείλησις, η (Α) εξειλώ
το να ξεφεύγει κάποιος από λαβή, απαλλαγή.