ἐξανακτίζω

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

   A rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.

Spanish (DGE)

reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.

Greek Monolingual

και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).