ἐξανακτίζω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανακτίζω Medium diacritics: ἐξανακτίζω Low diacritics: εξανακτίζω Capitals: ΕΞΑΝΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: exanaktízō Transliteration B: exanaktizō Transliteration C: eksanaktizo Beta Code: e)canakti/zw

English (LSJ)

rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.

Spanish (DGE)

reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.

Greek Monolingual

και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).

Translations

rebuild

Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại