(AM ἐξυπηρετῶ, -έω)προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.)μσν.στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου.