εξυπηρετώ

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐξυπηρετῶ, -έω)
προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.)
μσν.
στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου.