πρόθυμα
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
-ατος, τό, (προθύω) preparatory offering, Ar.Pl.660, cf. Sch. ad loc.; τὰ π. τῆς ἑορτῆς IG22.1635.37, cf. 47.25: metaph., [ἐμὸν θάνατον] π. ἔλαβεν Ἄρτεμις E.IA1311(lyr.).
German (Pape)
[Seite 724] τό, Voropfer; Eur. I. A. 1311; Ar. Plut. 660, wo der Schol. erkl. προκατάργματα ἢ τὰ πρὸ τῆς θυσίας γενόμενα θυμιάματα ἢ πλακούντια.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
offrande avant le sacrifice, cérémonie préliminaire d'un sacrifice.
Étymologie: προθύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόθυμα -ατος, τό [προθύω] vooroffer, overdr.: πρόθυμα δ’ ἔλαβεν Ἄρτεμις πρὸς Ἴλιον Artemis nam (mij) als vooroffer voor de reis naar Troje Eur. IA 1311.
Russian (Dvoretsky)
πρόθῡμα: ατος τό предварительная жертва Eur., Arph.
Greek Monolingual
(I)
Ν
επίρρ. βλ. πρόθυμος.
(II)
τὸ, Α προθύω
το θυμίαμα ή το πλακούντιο που προσφερόταν πριν από τη θυσία.
Greek Monotonic
πρόθῡμα: τό (προθύω), αυτά που προσφέρονταν πριν από τη θυσία, σε Αριστοφ.· μεταφ., ἐμὸν θάνατον προθύματ' ἔλαβεν Ἄρτεμις, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόθῡμα: τό, (προθύω) τὸ πρὸ τῆς κυρίως θυσίας προσφερόμενον, προκάταργμα, θυμίαμα δηλ. ἢ πλακούντιον, Ἀριστοφ. Πλ. 660, Συλλ. Ἐπιγρ. 158, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., ἐμὸν θάνατον προθύματ’ ἔλαβεν Ἄρτεμις Εὐρ. Ι. Α. 1311.
Middle Liddell
πρόθῡμα, ατος, τό, προθύω
a preparatory sacrifice, Ar.:— metaph., ἐμὸν θάνατον προθύματ' ἔλαβεν Ἄρτεμις Eur.