εξυβριστικός

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται για εξύβριση, προσβλητικός («εξυβριστικό δημοσίευμα»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη].