προσβλητικός

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, hinzuwerfend, -setzend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ προσβλητός
νεοελλ.
αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια»)
αρχ.
αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον.
επίρρ...
προσβλητικώς και προσβλητικά Ν
με προσβλητικό τρόπο.