ἐπάν (AM)(σύνδ.)1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.)2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν.[ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)].