εξορκιστής

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ξορκιστής, ο (θηλ. ξορκίστρα) (AM ἐξορκιστής)
αυτός που εξορκίζει, που διώχνει με εξορκισμό πονηρά πνεύματα
μσν.
ο ιερέας που προετοίμαζε τους κατηχουμένους για το βάπτισμα.