ἐξορκιστής
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ἐξορκιστοῦ, ὁ, exorcist, Act.Ap.19.3, Luc.Epigr.23, Ptol.Tetr.182.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, der Beschwörer, δαίμονα ἐξορκι. στὴς ἐξέβαλε Luc. ep. 13 (XI, 427).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
exorciste.
Étymologie: ἐξορκίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορκιστής: οῦ ὁ заклинатель NT, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορκιστής: -οῦ, ὁ δι’ ἐξορκισμῶν ἐκβάλλων τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐκ τῶν κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν, ἐπεχείρησαν δέ τινες ἀπὸ τῶν περιερχομένων ᾿Ιουδαίων ἐξορκιστῶν ὀνομάζειν Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 13, Πτολ. Τετρ. 182, Εὐσέβ. ΙΙ. 621Α, ᾿Ανθ. Π. 11, 427.
English (Strong)
from ἐξορκίζω; one that binds by an oath (or spell), i.e. (by implication) an "exorcist" (conjurer): exorcist.
English (Thayer)
ἐξορκιστου, ὁ (ἐξορκίζω);
1. he who exacts an oath of another.
2. an exorcist, i. e. one who employs a formula of conjuration for expelling demons: Josephus, Antiquities 8,2, 5; Lucian, epigr. in Anthol. 11,427; often in the church Fathers.)
Greek Monolingual
και ξορκιστής, ο (θηλ. ξορκίστρα) (AM ἐξορκιστής)
αυτός που εξορκίζει, που διώχνει με εξορκισμό πονηρά πνεύματα
μσν.
ο ιερέας που προετοίμαζε τους κατηχουμένους για το βάπτισμα.
Greek Monotonic
ἐξορκιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που βγάζει τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονισμένους, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐξορκιστής, οῦ, [from ἐξορκίζω
an exorcist, NTest.
Chinese
原文音譯:™xorkist»j 誒克士-哦而企士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:出去-發誓(的人)
字義溯源:受誓言約束者,驅邪的人,念咒趕鬼;源自(ἐξορκίζω)=要求發誓);由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἐνορκίζω / ὁρκίζω)=宣誓)組成;其中 (ἐνορκίζω / ὁρκίζω)出自(ὅρκος)=誓言),而 (ὅρκος)出自(αἴξ / ἔριφος)X*=巧辯)。參讀 (ὄμνυμι / ὀμνύω)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 念咒趕鬼(1) 徒19:13