ἐπανακύπτω (Α) κύπτω1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.)2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» — προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.).