εναντίον

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον
Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])
επίρρ.
1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.)
2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι
3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή σε κάτι
4. αντιστρόφως, αντιθέτως προς κάτι
5. (με άρθρο) τουναντίον
αντιθέτως, αντιστρόφως
μσν.
αλλιώς, ειδεμή («ὅσοι Ρωμαῖοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)
2. (τοπικ.) απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)
3. (αναφορά) απέναντι σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)
αρχ.
1. ενώπιον, μπροστά σε κάποιον (α. «τὸν ξεῖνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.
β. «ἐναντίον ἁπάντων λέγειν», Θουκ.)
2. κατά πρόσωπο («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν εναντίον», Αισχ.)
3. (με άρθρο) τοὐναντίον
α) αντιθέτως, αντιστρόφως
β) εξάλλου («ἤ πάλιν τοὐναντίον», Μένανδρ.).