επεισόδιος
Greek Monolingual
ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος
1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῡ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιον
βλ. επεισόδιο.
ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος
1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῡ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιον
βλ. επεισόδιο.