ἐπιανδάνω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A v. ἐφανδάνω. ἐπιανέω· ἐπιτρέπω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 927] für ἐφανδάνω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιανδάνω: ποητ. ἀντὶ ἐφανδάνω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἐφανδάνω.

English (Autenrieth)

(ϝανδάνω): be pleasing or acceptable to, please.
see ἐφανδάνω.

Greek Monolingual

ἐπιανδάνω (Α)
εφανδάνω, αρέσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανδάνω «δίνω ευχαρίστηση σε κάποιον»].