ἐφανδάνω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφανδάνω Medium diacritics: ἐφανδάνω Low diacritics: εφανδάνω Capitals: ΕΦΑΝΔΑΝΩ
Transliteration A: ephandánō Transliteration B: ephandanō Transliteration C: efandano Beta Code: e)fanda/nw

English (LSJ)

Ep. ἐπιανδάνω, please, be grateful to, c. dat., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως Il.7.407; βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε ib.45; τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος Od.16.406: aor. ἐπεύαδεν Musae.180: c. inf., A.R. 3.950, Orph.A.773.

German (Pape)

[Seite 1112] (s. ἁνδάνω), gefallen, belieben, Hom. ἥ (βουλή) ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσιν, Il. 7, 45; sonst ἐπιανδάνω, 7, 407, τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος Od. 16, 406; sp. D., οὐ γάρ τοι μία Κύπρις ἐφήνδανε Opp. Hal. 4, 253, ὅ μοι ἐπιανδάνει αὐτῷ Ap. Rh. 3, 171; aor. ἐπεύαδεν Mus. 180.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐφήνδανον;
plaire à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἁνδάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφανδάνω: эп. ἐπιανδάνω (impf. ἐφήνδανον) нравиться, быть по сердцу (τινί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφανδάνω: μέλλ. -αδήσω: Ἐπικ. ἐπιανδάνω: - ἀρέσκω τινί, ἐμοὶ δ’ ἐπιανδάνει οὕτως, «ἐπαρέσκει» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 407· βουλὴν ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε αὐτόθι 45· τοῖσιν δ’ ἐπιήνδανε μῦθος Ὀδ. Π. 406: ἀόρ. ἐπεύαδεν, Μουσαῖος 180· μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 950, Ὀρφ. Ἀργ. 771.

English (Autenrieth)

(ϝανδάνω): be pleasing or acceptable to, please.

Greek Monolingual

ἐφανδάνω, επικ. τ. ἐπιανδάνω (Α)
είμαι ευχάριστος, αρέσω, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁνδάνω «αρέσω»].

Greek Monotonic

ἐφανδάνω: μέλ. -αδήσω· Επικ. ἐπι-ανδάνω· αρέσω, φαίνομαι αρεστός, με δοτ., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -αδήσω epic ἐπι-ανδάνω
to please, be grateful to, c. dat., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως Il.; τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος Od.