A remain after, D.L.Prooem.11, Dsc.1.12, Artem.1.45; continue to exist, Diog.Oen.36.
[Seite 937] (s. μένω), noch dabei bleiben, Sp.
ἐπιδιαμένω (Α)διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού.