κάπου
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Greek Monolingual
(Μ κάπου και ὁκάπου)
1. (τοπικό επίρρ. για στάση ή κίνηση) σε κάποιο τόπο, σε κάποιο μέρος (α. «κάπου βρίσκεται» β. «κάπου πηγαίνει»)
2. (χρον. επίρρ.) (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάπου κάπου περνά απ' τη γειτονιά μας»)
νεοελλ.
1. (με την πρόθ. από για να δηλώσει την από τόπου ή διά τόπου κίνηση) από κάποιο μέρος (α. «έρχεται από κάπου» β. «πέρασε από κάπου»)
2. (ποσοτικό επίρρ. με αριθμτ.) περίπου (α. «έκανα κάπου πέντε ώρες δρόμο» β. «έχω κάπου δυο μήνες να τον δω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν που. (Για τον τ. ὁκάπου βλ. λ. κάποιος)].