ἐπικολλαίνω

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A smear on, πηλόν τινι Thphr.CP1.6.6.

German (Pape)

[Seite 951] = Folgdm, Theophr., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικολλαίνω: ἐπικολλῶ, προσκολλῶ, πηλὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 6.

Greek Monolingual

ἐπικολλαίνω (Α) κόλλα
προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.).