προσκολλώ

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

-άω, ΝΑ
1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω
2. παθ. προσκολλώμαι, -άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.)
νεοελλ.
1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια στρατιωτική μονάδα για εκτέλεση υπηρεσίας ή για μισθοτροφοδοσία
2. μέσ. α) επιμένω ενοχλητικά σε μια προσωπική σχέση ή συναναστροφή
β) μτφ. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι σε ένα πρόσωπο ή σε μια ιδεολογία
γ) έρχομαι συνεχώς και απρόσκλητος κάπου από συμφέρον και ιδίως για να τρώω και να πίνω δωρεάν
αρχ.
1. (για λογοτεχνικό ύφος) είμαι πυκνός, συμπαγής
2. παθ. α) κολλώ σταθερά
β) ακολουθώ κάποιον, γίνομαι θιασώτης, οπαδός
γ) έχω στενή συζυγική σχέση («καὶ προσκολληθήσεσθαι πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ΠΔ).