επιπλοποιία

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της κατασκευής επίπλων, η επιπλουργία
2. το επάγγελμα του επιπλοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη].