επιστολικός

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστολικός, -ή, -όν) επιστολή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή
2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφίαεπιστολικός χάρτης»)
3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς χαρακτήρ»).