-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», Ξεν.)αρχ.ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).