ές,
A prone, Hsch.s.v.πρωλύθιον.
ἐπιφερής, -ές (Α)πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα».