πρηνής
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
v. πρανής.
German (Pape)
[Seite 700] ές, dor. u. att. πρανής (πρό), pronus, vorwärts geneigt, kopfüber; ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα, Il. 6, 43 (vgl. Hes. Sc. 365); ἑταῖροι ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν, 2, 418; ἤριπε δὲ πρηνής, 5, 58; κάππεσε u. ä. oft; Gegensatz ὕπτιοι, 11, 179; auch πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον, 2, 414; Eur. Rhes. 797; Hippocr. u. in sp. Prosa, wie N.T.; Ath. X, 447 b sagt von den Betrunkenen ἐπὶ πάντα τὰ μέρη πίπτουσι, καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ καὶ δεξιά, καὶ πρηνεῖς καὶ ὕπτιοι, u. Plut. Symp. 5, 6 von Würfeln ἀστράγαλοι ὀρθοὶ πίπτοντες ἢ πρηνεῖς; – τὰ πρηνῆ sind, vom aufrechten Stande des Menschen gebraucht, die vorderen Teile, im Gegensatz von ὕπτιος, vom horizontalen Stande der Tiere gebraucht, die unteren, vgl. Schneid. Arist. H. A. 2, 2, 6. 4, 1, 7. – Von Hügeln u. Anhöhen, abschüssig; Xen. Hipp. 8, 6; Theophr. u. Sp.; κατὰ πρανοῦς, Xen. An. 1, 5, 8. 4, 8, 28; Gegensatz von ὄρθιος, Cyr. 2, 2, 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche en avant ; qui penche ou tombe la tête en avant ; κατὰ πρηνὲς βαλέειν IL renverser (une maison) ; en parl. de choses : colline, hauteur, etc. qui va en pente, incliné.
Étymologie: πρό ; cf. lat. pronus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρηνής Ion. en koinè voor πρανής.
Russian (Dvoretsky)
πρηνής: атт. πρᾱνής
1 (упавший или лежащий) лицом вниз, ниц: πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον Hom. (троянцы) падали (и) ниц и навзничь;
2 находящийся внизу, нижний: κατὰ πρηνὲς βαλέειν μέλαθρον Hom. низвергнуть в прах дворец (Приама); π. γενόμενος NT упав вниз; χεὶρ π. Plut. рука, обращенная ладонью вверх;
3 сбегающий вниз, наклонный, покатый: κατὰ (τοῦ) πρανοῦς γηλόφου Xen. вниз по холму.
English (Autenrieth)
ές (πρό, cf. pronus): forward, on the face, head-foremost, Il. 6.43, Il. 16.310; opp. ὕπτιος, Il. 24.11.
English (Strong)
from πρό; leaning (falling) forward ("prone"), i.e. head foremost: headlong.
English (Thayer)
πρηνες (allied with πρό; Vanicek, p. 484), Latin pronus, headlong: Homer down, but in Attic more common πρανής, see Lob. ad Phryn., p. 431; (Winer's Grammar, 22).)
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α
(κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ' ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν ἔγχεος ὁρμῇ», Ησίοδ.) <
νεοελλ.
φρ. «πρηνής θέση»
(στη γυμναστική) η στήριξη του σώματος στο έδαφος με τα σκέλη εντελώς τεντωμένα και σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τον επίσης τεταμένο κορμό
αρχ.
1. (για τον βραχίονα και για το χέρι) αυτός που έχει την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω
2. (για καρπούς φυτών) αυτός που παρουσιάζει κοίλωση, βαθούλωμα προς τα κάτω
3. (για πλοίο) αυτός που έχει τον πυθμένα του προς τα πάνω
4. κυρτός, καμπύλος
5. το ουδ. ως ουσ. α) το τμήμα του σώματος ανθρώπων ή ζώων το οποίο προεξέχει και είναι περισσότερο ορατό όταν είναι πεσμένα ή ξαπλωμένα στο έδαφος με το πρόσωπο προς τα κάτω, δηλ. τα νώτα, τα οπίσθια, σε αντιδιαστολή προς το στήθος και την κοιλιά, που είναι ορατά όταν βρίσκονται σε ύπτια θέση («τὰ τετράποδα... ἐν τοῖς ὑπτίοις οὐκ ἔχει τὰς τρίχας, ἀλλ' ἐν τοῖς πρανέσι μᾶλλον
oἱ δ' ἄνθρωποι τοὐναντίον ἐν τοῖς ὑπτίοις μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς πρανέσιν», Αριστοτ.)
β) (για πεσμένα φύλλα ή για το χέρι) το πίσω μέρος, η ανάποδη πλευρά
6. φρ. «ἐπὶ τὸ πρηνὲς ή [πρανὲς] ῥέπειν» και «ἐς τὸ πρανὲς ῥέπειν
το να έχει κανείς κλίση, το να γέρνει προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρηνής / πρᾱνής (< προ-ηνής, με έκθλιψη του πρό, πρβλ. πρηγορεών < προ-ηγορεών) είναι σύνθ. με πρώτο συνθετικό την πρόθεση πρό, ενώ το β' συνθετικό -ηνής προέρχεται πιθ. από ένα αμάρτυρο προσηγορικό ἦνος / ἆνος με σημ. «πρόσωπο» (πρβλ. αρχ. ινδ. ānas- «πρόσωπο», ānana- «στόμα, πρόσωπο») και απαντά και στους τ. ἀπ-ηνής, προσ-ηνής, σαφ-ηνής. Στη μτγν. και Νέα Ελληνική επικράτησε ο τ. πρηνής αντί του πρανής, κατ' αναλογία προς το ἀπηνής].
Greek Monotonic
πρηνής: -ές (πρό), Δωρ. και Αττ. πρᾱνής, γεν. -έος, συνηρ. -οῦς·
I. αυτός που έχει το πρόσωπο προς τα κάτω, γυρισμένος μπρούμυτα, Λατ. pronus, αντίθ. προς το ὕπτιος (Λατ. supinus), σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. λέγεται για τις πλευρές του λόφου, πρὸς κατὰ πρανοῦς, προς το κάτω μέρος, στον κατήφορο, σε Ξεν.· κατὰτὰ πρανῆ, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρηνής: -ές, Δωρικ. πρᾱνὴς (ὅπερ καὶ παρ’ Ἀττ. ἐν χρήσει, ἴδε κατωτ.). γεν. -έος, συνῃρ. -οῦς· μὲ τὸ πρόσωπον πρὸς τὰ κάτω, «προύμυτα», «ἐπὶ πρόσωπον πεπτωκὼς» (Ἡσύχ.), Λατ. pronus, ἀντίθετ. τῷ ὕπτιος (Λατ. supinus), πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων Ἰλ. Λ. 179· ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα Ζ. 43, πρβλ. Β. 418, Δ. 544, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 365· πρηνὴς ἐπὶ γαίη κεῖτο ταθεὶς Ἰλ. Φ. 118· συνηθέστατα μετὰ ῥημάτων σημαινόντων πτῶσιν, πρηνὴς κἄπεσσε, ἤριπε, ἐλιάσθη, κτλ., Π. 413 κτλ.· πρηνέα... τανύσσας [Ἕκτορα] Ψ. 25· πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον, πρὶν καταρρίψω εἰς τὸ ἔδαφος τὸ μέλαθρον τοῦ Πριάμου, Β. 414· ἐπὶ τὸ πρηνὲς ῥέπειν, πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Ἱππ. 750Β, πρβλ. 850Ε· ἐπὶ τῆς χειρὸς μετὰ τῆς παλάμης πρὸς τὰ κάτω ἐστραμμένης, Πλουτ. Τιμολ. 11· ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων, ὀρθοὶ πίπτοντες ἢ πρηνεῖς ὁ αὐτ. 2. 680Α, πρβλ. Πολυδ. Ζϳ, 204. ΙΙ. πρηνὴς καὶ ὕπτιος, ὅταν λέγωνται ἐπὶ ζῴων σημαίνουσιν ἐπὶ τῶν νώτων καὶ ἐπὶ τῆς κοιλίας, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων λεγόμενα σημαίνουσι τὰ ὀπίσω καὶ τὰ ἐμπρός, τὰ νῶτα καὶ τὸ στῆθος, τὰ τετράποδα... ἐν τοῖς ὑπτίοις οὐκ ἔχει τὰς τρίχας, ἀλλ’ ἐν τοῖς πρανέσι μᾶλλον· οἱ δ’ ἄνθρωποι τοὐναντίον ἐν τοῖς ὑπτίοις μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς πρανέσιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 2, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16 κἑξ., 3. 12, 4., 5. 2, 5, π. Ζ. Γεν. 1. 5, 4· ἴδε ὕπτιος ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν πλευρῶν λόφου ἢ ὄρους, πρὸς ἄναντες καὶ κατὰ πρανοῦς καὶ πλάγια ἐλαύνειν, «τὸν κατήφορον», Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Ἀν. 1. 5, 8., 4. 8, 28· κατὰ τὰ πρανῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 6· ἀντίθετον τῷ ὄρθιος (ἀνωφερής), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 24· ― συγκρ. πρανότερος Ἀρρ. Ἀν 1. 1. (Περὶ τῆς παραγωγῆς ἴδε πρό).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: leaning forward, headlong, inclined, steep (ep. Ion. poet. Il., Arist.).
Other forms: πρανής (X. a.o.).
Compounds: Also κατα-, προ-, ἐπι- πρηνής (cf. Leumann Hom. Wörter 77ff.).
Derivatives: πρην-ίζω, aor. -ίξαι, also w. ἀπο-, κατα-, to throw head over heels, to throw down, to destroy (hell.); rare -όω, also w. κατα-, id. (AP, H.); to this (as backformation?) πρανόν τὸ κατωφερές, πρανές H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [47] *h₂en-os? face
Etymology: Not to be seprated from ἀπ-, προσ-ηνής; so it may contain a subst. *ἦνος, *ἆνος n. face (cf. Lat. prae-ceps); s. ἀπηνής w. lit. Diff. Bechtel Lex. with Pott: to Lat. prōnus (against this W.-Hofmann s.v.). Older lit. in Bq. -- The Ion. form πρηνής has persevered because of ἀπ-, προσ-, and also σαφ-ηνής in later language (Schwyzer 189).
Middle Liddell
πρηνής, ές [πρό]
I. with the face downwards, head-foremost, Lat. pronus, opp. to ὕπτιος (Lat. supinus), Il., Hes.
II. of the sides of hills, πρὸς κατὰ πρανοῦς down hill, Xen.; κατὰ τὰ πρανῆ Xen.
Frisk Etymology German
πρηνής: (ep. ion. poet. seit Il., Arist. usw.),
{prēnḗs}
Forms: πρανής (X. u.a.),
Meaning: vorwärts geneigt, kopfüber, abschüssig, steil.
Composita: auch κατα-, προ-, ἐπι- ~ (dazu Leumann Hom. Wörter 77ff.),
Derivative: Davon πρηνίζω, Aor. -ίξαι, auch m. ἀπο-, κατα-, kopfüber werfen, niederwerfen, zerstören (hell. u. sp. Dicht.); ganz selten -όω, auch m. κατα-, ib. (AP, H.); dazu (als Rückbildung?) πρανόν· τὸ κατωφερές, πρανές H.
Etymology: Von ἀπ-, προσηνής nicht zu trennen; es kann somit ein Subst. *ἦνος, *ἆνος n. Antlitz enthalten (vgl. lat. prae-ceps); s. ἀπηνής m. Lit. Anders Bechtel Lex. mit Pott: zu lat. prōnus (dagegen W.-Hofmann s.v.). Ältere Lit. bei Bq. — Die ion. Form πρηνής hat sich wegen ἀπ-, προσ-, auch σαφηνής in der späteren Sprache durchgesetzt (Schwyzer 189).
Page 2,594
Chinese
原文音譯:prhn»j 普雷尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:傾向前
字義溯源:傾向前方,臥倒,頭向前的,頭仆倒,仆倒;源自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 頭仆倒、(1) 徒1:18
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
καί πρανής (=κατηφορικός). Σχετίζεται μέ τήν πρόθεση πρό. Δές γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρόθεσης πρό στή λέξη πόρρω.