ἐποποῑ (Α) έποψκραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.).