επιχρυσώνω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM έπιχρυσῶ, -όω)
καλύπτω μετάλλινη ή ξύλινη ή λίθινη επιφάνεια με λειωμένο χρυσό ή με λεπτά φύλλα χρυσού.