ερεθιστικός

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρεθιστικός, -ή, -όν) ερεθίζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»).
επίρρ...
ερεθιστικώς και -ά (AM ἐρεθιστικῶς)
με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό.