ερεθίζω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐρεθίζω)
1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.)
2. (για όργανα του σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα»)
3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει τους νέους»)
4. προκαλώ, εντείνω, γαργαλίζω την οσμή ή την όρεξη («το ούζο ερεθίζει την όρεξη»)
5. παθ. ερεθίζομαι
α) εξάπτομαι, γίνομαι εριστικός, οργίζομαι
β) γίνομαι εντονότερος, ζωηρότερος («πνεῦμα δὲ ἠρεθισμένον» — λαχανιασμένη, ταχύτερη αναπνοή, Ευρ.)
γ) διεγείρομαι ερωτικά
αρχ.-μσν.
παροτρύνω, ενθουσιάζω («Ἔρως γάρ θεῖος ἠρέθιζε, μάκαρ, τὴν καρδίαν σου», Μηναί.)
αρχ.
1. παροξύνω σε οργή, σε πόλεμο, σε μάχη
2. παρακινώ σε άμιλλα («ὁ ἐξ ὑμῶν ζῆλος ἠρέθιζε τοὺς πλείονας», ΚΔ)
3. φέρομαι ερεθιστικά, υβριστικά σε κάποιον («μή ερεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν», ΚΔ)
4. (για μουσ. όργανο) χτυπώ τις χορδές για να ακουστεί ήχος («ἐρέθιζε μαγάδιν» — άγγιζε την άρπα, Τελέστ.)
5. προσελκύω, θέλγω
6. κινώ την περιέργεια κάποιου
7. (μτχ. μέσ. ενεστ.) ἐρεθιζόμενος, -η, -ονφέψαλος ἐρεθιζόμενος» — σπινθήρας που άναψε ξανά, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερέθω].