επιχειρηματίας

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο επιχείρημα
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με επιχείρηση εμπορική, βιοτεχνική, βιομηχανική κ.λπ., ιδιοκτήτης και διευθυντής επιχειρήσεως
2. εκείνος που χρησιμοποιεί πειστικά επιχειρήματα στις συζητήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στον Αδ. Κοραή].