ἐρίπλευρος
English (LSJ)
ον,
A with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.
German (Pape)
[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.
English (Slater)
ἐρίπλευρος, -ον
1 strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)
Greek Monolingual
ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].