εριπτοίητος
Greek Monolingual
ἐριπτοίητος, -ον (Α)
αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι- + πτοητός (< πτοώ)].
ἐριπτοίητος, -ον (Α)
αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι- + πτοητός (< πτοώ)].