πτοώ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
Greek Monolingual
πτοῶ, -έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α
φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ
γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (για πάθος ή συναίσθημα) ταράζω την ψυχή, αναστατώνω («τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις», Απολλ. Ρόδ.)
2. παθ. πτοοῦμαι, -έομαι
φέρομαι προς κάτι, κινούμαι από σφοδρή επιθυμία προς κάτι (α. «σωφροσύνην, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι», Πλάτ.
β. «ἐπτόητο τὴν γνώμην πρὸς τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ πτοηθέν
ψυχική διαταραχή, φόβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτοῶ έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τη ρίζα του ρ. πτήσσω (πρβλ. τους αρχαϊκούς ρηματικούς τ.: αορ. κατα-πτή-την, μτχ. παρακμ. πε-πτη-ώς) και εμφανίζει τη μορφή τών επιτατ. -επαναληπτικών ρημάτων, πρβλ. σοβῶ: σέβομαι, στροφῶ: στρέφω κ.λπ. Επομένως, η υπόθεση ότι το ρ. προέρχεται από έναν τ. πτωέω (για το θ. πτω- βλ. λ. πτήσσω) με βράχυνση δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. πτοιῶ με έκταση του -ο- για μετρικούς λόγους (πρβλ. πνοιή: πνοή). Το ρ. πτοῶ, τέλος, αναφερόταν αρχικά στην ταραχή που προκαλείται από τον φόβο, χρησιμοποιήθηκε, όμως, αργότερα για την ψυχική αναστάτωση που προέρχεται γενικότερα από οποιοδήποτε έντονο συναίσθημα].