ἐρέψιμος
English (LSJ)
ον,
A of or for roofing, δένδρα ἐ. Pl.Criti.111c ; ὕλη Thphr. HP4.2.8.
German (Pape)
[Seite 1026] ον, zum Bedecken, zum Dache geschickt, gehörig, δένδρα ἐρέψιμα, Bäume zu Dachsparren, Plat. Critia. 111 c; ὕλη Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέψιμος: -ον, στεγάσιμος, χρησιμεύων πρὸς ἐπιστέγασιν, δένδρα ἐρέψιμα Πλάτ. Κριτίας 111C· ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8.
Greek Monolingual
ἐρέψιμος, -ον (Α)
ο κατάλληλος για επιστέγαση («ἐρέψιμος ὕλη», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεψις «επιστέγαση»].