ἐρέψιμος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A of or for roofing, δένδρα ἐ. Pl.Criti.111c ; ὕλη Thphr. HP4.2.8.

German (Pape)

[Seite 1026] ον, zum Bedecken, zum Dache geschickt, gehörig, δένδρα ἐρέψιμα, Bäume zu Dachsparren, Plat. Critia. 111 c; ὕλη Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέψιμος: -ον, στεγάσιμος, χρησιμεύων πρὸς ἐπιστέγασιν, δένδρα ἐρέψιμα Πλάτ. Κριτίας 111C· ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8.

Greek Monolingual

ἐρέψιμος, -ον (Α)
ο κατάλληλος για επιστέγασηἐρέψιμος ὕλη», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεψις «επιστέγαση»].